το ιστολόγιο της Στάμου Ευαγγελίας, φιλολόγου, επιμορφώτριας ΤΠΕ
Photo Album: Άγγελου Καλογερίδη

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε (1809-1849) και "Το Κοράκι"


πηγή εικόνας: σοδειά τχ.1
  "Για μένα η ποίηση δε στάθηκε σκοπός, που τον θέτει κανείς, μα ξεχείλισμα πάθους.  Και πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στα πάθη με τον πιο μεγάλο σεβασμό.  Γιατί είναι κάτι,  που δεν έχει κανείς τη δύναμη να το δημιουργεί κατά βούληση  με την ελπίδα πενιχρών ανταμοιβών ή ασήμαντων ανθρωπίνων επαίνων".
(από την εισαγωγή του The Ravem and other poems)

Το πολύ γνωστό ποίημα του Πόε Το Κοράκι έχει μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου. Μεταφράσεις του ποιήματος στα ελληνικά βρήκα στο διαδίκτυο  από τον Κώστα Ουράνη και  τον Γιώργο Μπλάνα. Θα προσθέσω και μια τρίτη, του κυρίου Αρσένη Γεροντικού, από το βιβλίο του Δώδεκα Αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, Γιάννινα 1973. Το βιβλίο επιμελήθηκε ο κ. Κώστας Π. Βλάχος, Πρόεδρος σήμερα της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών. Όπως αναφέρει ο κ. Βλάχος προλογίζοντας το βιβλίο, "μεταφέροντας το ξένο ποίημα στη γλώσσα μας ο κ. Γεροντικός προσπαθεί να πιάσει και να αποδώσει την πρόθεση και την προσδοκία του ποιητή να δημιουργήσει την ίδια ατμόσφαιρα και τον ίδιο αέρα μέσα στον οποίο αναπνέει το ποίημα με το ξενικό του ένδυμα".

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
1
Κάποια βαρειά μεσάνυχτα όλο θλίψη,
όταν με ανία και κούραση είχα σκύψει
σε βιβλίο επάνω, γεμάτο αλλόκοτη σοφία παληά.
ενώ έγερνα την κεφαλή σαν ναρκωμένος,
ακούστη ξάφνου κάποιος ήχος μουδιασμένος,
σαν κάποιος να χτυπά δειλά. στη θύρα να χτυπά.
Θε νάναι βέβαια, κάποιος ξένος, είπα, που στη θύρα μου χτυπά.
Μονάχα αυτό. Σαν τι άλλο πια!
2
Α! καθαρά στη μνήμη τώρα ξαναφέρνω,
πως αυτό κάποιο Δεκέμβρη ήταν παγωμένο.
Το κάθε αθράκι σβηώντας, έγραφε στο πάτωμα τη δική του σκιά.
Πρόθυμα την αυγή αποζητούσε η σκέψη
γιατί του κάκου στα βιβλία είχα γυρέψει
Μια αναστολή στον πόνο για τη Λενώρα που έφυγε μακρυά.
Την σπάνια κόρη που την λέει Λενώρα Αγγέλων ή λαλιά
μα δίχως όνομα εδώ πια.
3
Και κάθε θρόισμα, αχνό, μεταξωτό, θλιμμένο,
που έφτανε απ` τον μπερντέ τον πορφυροβαμμένο,
Με αντάριαζε, γεμίζοντάς με με πρωτόφαντη αγωνία βαθιά.
Έτσι που, για να σβήσει της καρδιάς ο χτύπος,
στεκόμουν, και κάθε στιγμή σκεφτόμουν μήπως
κάποιος ξένος στην κάμαρη να μπει ζητά.
Κάποιος πάρωρος ξένος, που `δω μέσα να φανεί ζητά.
Μονάχα αυτό. Όχι άλλο πια.
4
Τώρα σαν να `νιωσε η ψυχή καινούργιο θάρρος.
και κάθε δισταγμού αποδιώχνοντας το βάρος,
Κύριε, είπα, είτε Κυρία, ας με σχωρέσει η αγαθή σας η καρδιά.
Ο ύπνος με είχε αληθινά ναρκώσει,
και με αβρότητα χτυπήσατε σεις τόση,
στου δωματίου τη θύρα. τόσο κρούσατε αλαφριά,
που δίσταζα. ύστερα άνοιξα την πόρτα μου πλατιά.
Μα είδα τη νύχταόχι άλλο πια!
5
Έτσι, της σκοτεινιάς αφεύοντας το βάθος,
Με αμφιβολία στεκόμουν, δισταγμό και πάθος.
Βλέποντας όνειρα που άλλη ψυχή να ιδεί δεν τόλμησε καμιά.
Μα την σιωπή μιλιά δεν τάραξε καμία,
και η μόνη λέξη στην αθρόιστη ηρεμία
ήταν εκείνη που είπα εγώ: Λ ε ν ώ ρ α, λέξη μια.
Αυτήν ψιθύρισα. και είπε η ηχώ: Λενώρα. μεσ` στην σιγαλιά.
Αυτό ήταν όλο. όχι άλλο πια.
6
Ξάφνου, σαν γύρισα στην κάμαρή μου πίσω,
χωρίς την φλόγα πώκαιε την ψυχή να σβήσω.
Μου εικάστηκε πως κρούουν ξανά κάπως πιο θαρρετά.
Αχ! σίγουρα, είπα, κάτι κρύβεται εκεί πίσω,
κάτι που εις του παραθυριού στέκει το γείσο.
Ας δούμε, σκέφτηκα, τι κρύβουν τα μυστήρια αυτά.
Ας βρει μια λύση, αφού ησυχάσει λίγο, αυτή η καρδιά.
Ο αγέρας θα είναι. όχι άλλο πια.
7
Διάπλατα του παραθυριού τα φύλλα ανοίγω.
Τότε με θόρυβο και θράσος όχι λίγο,
Κοράκι μπαίνει, καθώς στις άγιες παληές μέρες, με αρχοντιά.
Ούτε με χαιρετάει, ούτε με κοιτάζει.
μα δείχνει πως καθόλου δεν διστάζει.
Στης κάμαρης τη θύρα με αξιοπρέπεια στέκεται παληά.
στης Αθηνάς το μπούστο, από τη θύρα λίγο πιο ψηλά.
Στέκει. καθίζει. όχι άλλο πια.
8
Μα το πουλί, όπoυ του εβένου έχει το χρώμα,
σε χαμόγελο βιάζει το πικρό μου στόμα,
με την επίσημη αξιοπρέπεια της στάσης που κρατά.
Κι αν έχει ο χρόνος, είπα, το κεφάλι σου μαδήσει,
αλήθεια να σε πει δειλό κανείς πώς θα τολμήσει;
Σαν τι σε φέρνει, αρχαίο πουλί, τη νύχτα απ` το γιαλό μακρυά;
Ποιο τ` όνομά σου στην πλουτώνεια, νύχτια ακρογιαλιά;
Κι αυτό αποκρίθη: Ποτέ πια.
 9
Μπροστά στ` άχαρο τ` όρνιο αλήθεια είχα σαστίσει,
σαν τ` άκουσα έτσι σοβαρά να μου μιλήσει.
Αν και τα λόγια του λίγο είχαν νόημα, ουσία σχεδόν καμιά.
Τι δεν μπορεί κανείς να μην κάμει τη σκέψη,
Πως ανθρώπινο πλάσμα δεν είχε αγναντέψει.
Ποτέ τέτοιο πουλί στητό στης κάμαρής του τη μπασιά.
ζώο ή πουλί, στητό στο μπούστο, στην πόρτα του μπροστά,
με όνομα τέτοιο: Ποτέ πια!
 10
Μα το Κοράκι, που γαλήνια είχε καθίσει
στον ακίνητο μπούστο, μόνη είχε μιλήσει
αυτή τη λέξη, σαν να ξεχύνει την ψυχή στη λέξη αυτή την μια.
Άλλο δεν είπε λόγο πια σε μένα.
ούτε φτερό δεν σάλεψε κανένα,
Και σκέφτηκα: πριν απ` αυτό άλλοι φίλοι φύγανε μακριά.
Σαν τις ελπίδες, αύριο πετάει και αυτό μακριά.
Το Κοράκι είπε: Ποτέ πια.

11
Ταραγμένος, σαν είδα τη σιωπή κομμένη
με μιαν απόκριση έτσι καλοζυγιασμένη,
σίγουρα, σκέφτηκα, δεν ξέρει τ` όρνιο λέξη άλλη καμιά.
Από κάποιον του κύριο, την έχει αυτό κρατήσει,
που η δυστυχία τον έχει αλύπητα χτυπήσει,
έτσι που ο θρήνος χώνεψε, σαν σε επωδό, σε λέξη μια.
έτσι, που απόμεινε, σαν της ελπίδας μοιρολόι λέξη μια.
ετούτη η λέξη: Ποτέ πια!
12
Μα ως το πουλί, με την αλλόκοτή του στάση
έβιασε το πικρό μου στόμα να χαμογελάσει
Έσπρωξα κάθισμα απέναντι σ` αυτό, τη θύρα και τη θεά,
Και καθώς κάθισα η φαντασία μου, ερεθισμένη,
όνειρο με όνειρο άρχισε ευθύς να δένει,
κι έλεγα τι, το μοιραίο όρνιο, που χρόνια μου `στειλαν παληά,
τι θέλει το σημαδιακό αυστηρό πουλί, που στέλνει η λησμονιά
να πει με αυτό το: Ποτέ πια;
13
Στο νόημα τούτο πάσκιζα να μπω ολοένα,
κοιτάζοντας, χωρίς να πω λόγο κανένα,
τ` όρνιο, που μου φλογίζαν τα πυρά του μάτια την καρδιά.
Με τριβέλιζε η σκέψη αυτή, μα και κάποια άλλη,
ενώ έγερνα ήσυχα στο μαξιλάρι το κεφάλι.
στο μαξιλάρι το λουσμένο από της λάμπας την φεγγοβολιά,
στο βιολετί βελούδο, όπου στης  λάμπας την φεγγοβολιά,
εκείνη δεν θα γύρει ποτέ πια.
14
Σαν να φούντωσε τότε μ` ευωδιές το αγέρι
θυμιατού όπου αόρατο κρατούσε χέρι
αγγέλου, που απ` το πόδι του θρόιζαν μόλις τα χαλιά.
Άμοιρε, φώναξα, ο Θεός σ` ευφραίνει τώρα,
στέλνοντάς σου με κάποιο Σεραφείμ, σαν δώρα,
ανάπαψη και νηπενθή για την Λενώρα, την κόρη την γλυκειά.
Αχ! πιες, χάρου το βάλσαμο, που σού χαρίζει η λησμονιά.
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.
15
Προφήτη είπα, πλάσμα εσύ δαιμόνιο.
Προφήτη, ναι, είτε είσαι σατανάς είτε όρνιο,
είτε σε στέλνει ο Πονηρός, είτε `δω πέρα τ` αγριοκαίρι σε ξερνά,
πάντοτε αδάμαστο, αν και απελπισμένο,
επάνω στο έρμο χώμα αυτό το στοιχειωμένο,
πες, σού προσπέφτω, για το σπίτι αυτό της φρίκης βρίσκεται γιατριά;
Βρίσκεται, πες μου, στη Γαλαάδ φάρμακο για τούτη την καρδιά;
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.
16
Κι είπα: Προφήτη εσύ, με διάστροφη την γνώμη,
σατανά ή όρνιο, μα προφήτη ακόμη,
για τον Θεό που προσκυνάμε. για του κοίλου ουρανού την απλωσιά,
πες στην ψυχήν αυτή, που η πίκρα την ποτίζει
αν στην Εδέμ την μακρυνή μπορεί να ελπίζει,
πως θε να σφίξει την σεμνή την αγνή κόρη μεσ` στην αγκαλιά,
αυτήν που τώρα Λενώρα την φωνάζει Αγγέλων η λαλιά.
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.
17
Σκώθηκα κι είπα: ας γένη η λέξη αυτή σημάδι
του χωρισμού μας. Αχ! πουλί ή πλάσμα του Άδη
Γύρνα στη θύελλα. στην πλουτώνεια, νύχτια ακρογιαλιά.
Μη μείνει εδώ μαύρο φτερό που να θυμίσει
την ψευτιά, που η φωνή σου έχει εδώ μιλήσει.
Πέτα απ` το μπούστο, άσε με στην μαύρη μου ερημιά.
Απ` την καρδιά μου ανάσυρε το νύχι σου. πέταξε μακριά.
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.
18
Και το Κοράκι καθώς να `ταν πετρωμένο
στέκεται πάντα εκεί ψηλά στημένο
στ` ωχρό της θεάς κορμί, στης κάμαρης επάνω την μπασιά.
Και το μάτι του λάμπει πάντα σαν το μάτι
πονηρού δαίμονα, που μαγγανεύει κάτι.
Και της λάμπας το φως στο πάτωμα του γράφει τη σκιά.
Μα κι η ψυχή μου πέρα από τον κύκλο, που γράφει αυτή η σκιά,
δεν θα πετάξει ποτέ πια.

Ο κ. Γεροντικός στο εισαγωγικό σημείωμα του ποιήματος αναφέρει: "Τον Πόε συνοδεύουν  η απελπισία και ο θάνατος από τα πρώτα του βήματα στον φθαρτό μας κόσμο. [...] Κάθε προσπάθεια για ζωή τού την γκρεμίζει επίμονα ο θάνατος. Η φθίση, του παίρνει όλες τις αγάπες του. [...] Όλες αφήνουν φεύγοντας από αυτόν τον κόσμο βαριά κατάλοιπα απελπισίας μέσα στη σκληρή του ζωή. Και δεν τον αφήνουν ποτέ να λησμονήσει. Έτσι και το Κοράκι, ο αλήτης της μαύρης νύχτας, έρχεται να στηθεί απέναντί του σαν αιώνιος εφιάλτης, όταν πασχίζει να κερδίσει την ηρεμία της καρδιάς με τη λησμονιά".
 

Το Κοράκι δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ανώνυμο το 1845 στην εφημερίδα N. York Evening Miror. Προκάλεσε αμέσως μεγάλη αίσθηση   και ενθουσιασμό. Υπήρξε το πιο διάσημο ποίημα του Πόε και παραμένει ένα από τα διάσημα ποιήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο Πόε στο δοκίμιό του "Η φιλοσοφία της σύνθεσης", εξηγεί πώς έφτασε στη σύλληψη ενός δυσοίωνου πουλιού, του Κορακιού, που μονότονα θα επαναλάμβανε τη λέξη "nevermore" στο τέλος κάθε στροφής ενός ποιήματος με μελαγχολικό τόνο και πώς αποφάσισε να προσκολληθεί μεν στο μονότονο του ήχου αλλά να αλλάζει διαρκώς το μονότονο της σκέψης με την αλλαγή "της εφαρμογής του refrain".
Το σκηνικό του ποιήματος είναι ένα δωμάτιο. Γράφει ο Πόε: "Αποφάσισα να τοποθετήσω τον εραστή  στο δωμάτιό του, ένα δωμάτιο ιερό γι` αυτόν, από τις αναμνήσεις εκείνης που σύχναζε. Το δωμάτιο παρουσιάζεται με πλούσια διακόσμηση, σύμφωνα με τις ιδέες που διατύπωσα για την Ομορφιά, σαν τη μόνη αληθινή ποιητική θέση. [...]
Έκανα τη νύχτα θυελλώδη, για να εξηγήσω πρώτα την περίπτωση του Κορακιού που γύρευε άσυλο και δεύτερον για την εντύπωση που θα έκανε η αντίθεση προς τη (φυσική) γαλήνη του δωματίου. Έβαλα το πουλί να καθήσει πάνω στην προτομή της Παλλάδας, πρώτα επειδή ταίριαζε περισσότερο με τις γνώσεις του εραστή και δεύτερον για την ηχηρότητα του ονόματος Παλλάδα...".

"Τώρα, πώς εξηγείται η αφοσίωση  των μεταφραστών στο λιγοστό έργο του ποιητή μας;"  αναρωτιέται ο κ. Γεροντικός στο βιβλίο του. Και εξηγεί: "Είναι γιατί σ` αυτόν τον άνθρωπο μας μαγεύει η ικανότητα να δονεί τους άλλους με ιδιαίτερο μήκος κύματος, να τους σηκώνει για λίγο από την πενιχρή και φλύαρη στατικότητα για να τους δείξει το μέτρο της ψυχικής τους αντοχής, με μέσο τη συγκίνηση".

Βιβλιογραφία
  • Γεροντικού, Α.,  Δώδεκα Αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, Γιάννινα 1973
  • Λορεντζάτου, Ζ., ΕΝΤΓΚΑΡ ΠΟΕ, Εστία, Αθήνα 1936
  • Περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 151 (Ιανουάριος Μάρτιος 2011), αφιέρωμα στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε (1809-1849).

2 σχόλια:

Διονύσης Μάνεσης είπε...

Ο Νίκος Καββαδίας διάβαζε Πόε.

Να 'ναι το ίδιο κοράκι αυτό που θέλει να διώξει από το γραφείο του ποιητή Καίσαρα Εμαμνουήλ σ' ένα ποίημά του;

"Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά (...)"

Σαν τα πουλιά ταξιδεύουν και τα κείμενα..

Φιλιά, Λίτσα, πεθύμιες.

Ε. Στάμου είπε...

Γεια σου Διονύση, κι εγώ σε πεθύμησα.
Έγινε πολύ αισθητή η απουσία σου από το ιστολόγιο της Λογοτεχνίας της Κατεύθυνσης. Το ιστολόγιο αυτό έγινε "σημείο αναφοράς για όλη την εκπαιδευτική κοινότητα". Θα την είδες την έρευνα υποθέτω.
http://blogs.sch.gr/tgiakoum/archives/11051

Σ` ευχαριστώ για τους στίχους! Δεν το ήξερα αυτό το ποίημα του Καββαδία. Φαίνεται ότι οι ποιητές είναι διάτρητοι από τον πόνο.
Μου λες πώς θα συμφιλιωθούμε κι εμείς με τη δική μας θλίψη;

Φιλιά