ΘΑΝΑΤΟΣ: Aθήνα 1990
«Από δω προς τον ήλιο. Μεθαύριο / που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κι εργαλεία /
μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει: / Ποιος να ’γραψε με τόσο
αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα; / και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει: / Ο
Γιάννης Ρίτσος -ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας»
Αυτό το αισιόδοξο μήνυμα έστελνε ο ποιητής μέσα απ’ τον κατοχικό ζόφο, τον Αύγουστο του 1942, όταν η Αντίσταση ανδρωνόταν κ η υπόσχεση ενός κόσμου ωραίου που θα αναδυόταν απ’ τα ερείπια έμοιαζε να παίρνει σάρκα, έγραφε η φιλόλογος Χρύσα Προκοπάκη σε άρθρο της στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 25/10/1999.
"Μεθαύριο", λοιπόν, αν κάποιος θα ’θελε να διαβάσει την ιστορία της εκατονταετίας, θα την εύρισκε ακέραια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό· στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία· στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατασπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις. Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Κι αυτό το «υπαινικτικά» λέει περισσότερα για τη βία του καθεστώτος, τις νοοτροπίες και τη συμβατική ηθική, τους ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς. (Ολόκληρο το άρθρο εδώ, σελ. 81).
Γιάννης Ρίτσος - Επιλογικό
Το σκοτεινό αριστούργημα
Το νεκρό σπίτι, σάρκωμα της ζωής του, σάγκα του πάθους, της κατάπτωσης και του θανάτου, στοιχειωμένη αλληγορία της παιδικής του ηλικίας, της πτώσης και του δράματος, της τρέλας και της καταστροφής που τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή, του μαύρου κύματος που σε εισάγει κατευθείαν στο υπόγειο βασίλειο των νεκρών. Με το μείζον αυτό έργο η νεοελληνική ποίηση μπορεί να υπερηφανεύεται πως διαθέτει τη δική της νέκυια, τέτοια που δεν συναντά κανείς σε καμιάν άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα, γεμάτη από στίχους απίστευτης ωραιότητας και πάθους, όπως:
Καλώς να ορίσει ο γυάλινος αφέντης με το γυάλινο ξίφος του
στη γυάλινη συμβία του, στα γυάλινα τέκνα του,
στους γυάλινους υπηκόους του, σέρνοντας πίσω του
κοπάδια γυάλινους νεκρούς, γυάλινα λάφυρα, γυάλινες σκλάβες,
γυάλινα τρόπαια. Ας χτυπήσουν λοιπόν οι καμπάνες
από κορφή σε κορφή της φωτιάς τα σινιάλα ας ανάψουν οι βιγλάτορες
για τη γυάλινη νίκη μας.
Ας χτυπήσουν λοιπόν οι καμπάνες ως την άκρη του ορίζοντα.
Κι εσείς, δούλες, τι στέκεστε! Ετοιμάστε
τα γυάλινα φαγιά, τα γυάλινα κρασιά, τα γυάλινα φρούτα
έρχεται ο γυάλινος αφέντης μας. Έρχεται.
Το 1937, συγκλονισμένος από την ψυχική ασθένεια της αδελφής του Λούλας, που οδηγείται στο Δαφνί, γράφει το αριστουργηματικό «Τραγούδι της αδελφής μου». (Σημειωτέον ότι στο ίδιο ίδρυμα βρισκόταν ο πατέρας του από το 1932). Είναι το ποίημα που θα του χαρίσει το "χρίσμα" του γέρου Παλαμά: "Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις".
μα εσύ μούδειξες
τα βάθη της θάλασσας
με τις νεκρές πολιτείες
με τα λησμονημένα δάση
με τους πνιγμένους θορύβους.
Και τώρα ο ουρανός βυθίστηκε
πληγωμένος γλάρος
μέσα στη θάλασσα.
Αυτή την αδελφή, που του είναι ακόμη μανούλα και φίλη, που την ονομάζει «μικρή Παναγίτσα», που μπροστά της είναι ο αδύναμος αδελφός, το «μωράκι της», προσπαθεί να ζεστάνει ο ποιητής, να της φωτίσει το λυπημένο βλέμμα για να μπορέσει να παίζει «σα μωρό καθισμένος πάνω στη χαρά», στη χαρά της ζωής που αναβλύζει από τα έγκατα της δυστυχίας
και της θλίψης, της δικής του και του κόσμου (απόσπασμα από κείμενο στην εφημερίδα Το Βήμα στις 02/11/1997).
Ο εικαστικός Γιάννης Ρίτσος
«Εκανα μια, θα λέγαμε, ζωγραφική γλυπτική. Ξαφνικά μου έρχονταν μορφές ελληνικές οι οποίες σχετίζονταν με την αρχαία Ελλάδα, με τις αρχαιοελληνικές μορφές. Κάποτε ακολουθούσα τη γραφή της Κνωσού, κάποτε την κλασική. Μόνο ανθρώπινες μορφές κι ανθρώπινα σώματα, ποτέ τοπία. Σώματα ως επί το πλείστον γυμνά, ανθρώπινες μορφές και το πολύ πολύ άλογα» έγραφε για τη συνήθειά του να ζωγραφίζει πάνω σε πέτρες ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος.
Όλο το αρχείο - χειρόγραφα, εικαστικά έργα, βιβλία, τιμητικές διακρίσεις κλπ. - του Γιάννη Ρίτσου, δωρίστηκε από την κόρη και τη σύντροφο του ποιητή στο Μουσείο Μπενάκη. (Ριζοσπάστης)
«Τη ζωγραφική την αντιμετωπίζω σαν έναν άλλο τρόπο άσκησης της ποίησης» ανέφερε το 1981 ο Γιάννης Ρίτσος σε μια συνέντευξή του. Διαλέγοντας ως υλικά την πέτρα και το ξύλο, τα βότσαλα και τις ρίζες που ξεβράζει το κύμα ο ποιητής έμοιαζε να ελευθερώνει τα κρυμμένα τους μυστικά.
Οπως σημειώνει ο Γ. Τσαρούχης «Το θέμα του είναι ένα σ' ό,τι σχεδίασε και ζωγράφισε: η ανθρώπινη μορφή, που παλεύει με την αγριότητα του κόσμου για να αγριέψει και η ίδια στο τέλος και να γίνει τερατώδης και αλύπητη. Μα μέσα απ' την αγριάδα και τη σκληρότητα, σαν σπίθα μέσα στη στάχτη, υπάρχει ατόφια αγάπη και, σαν περαστική αστραπή, ο έρωτας, πέρα από την εγκράτεια και την απόλαυση. Ο έρως που δημιουργεί τον κόσμο».
Στα έργα αυτά, δημιουργήματα τα περισσότερα της εξορίας, ο Γ. Ρίτσος διοχέτευσε την απελπισία του αλλά και τις άσβεστες ελπίδες του. Ζωγράφισε την ασχήμια, αλλά και την αγάπη του για τη ζωή και την ομορφιά. Αποτύπωσε τη μοναξιά του αλλά και τη βαθιά του πίστη στον άνθρωπο.
αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,
θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,
θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας.