Γεώργιος Βιζυηνός(το Γιωργί της Μιχαλιέσας όπως τον φώναζαν στο χωριό του όταν ήταν μικρός).
Γεννημένος στη Βιζύη (Βιζώ ή Βίζα) της Ανατολικής Θράκης, μέσα σε μια άτυχη οικογένεια, στη στέρηση του πατέρα και στη φτώχεια, γνώρισε από πολύ νωρίς την ανασφάλεια και τα παρεπόμενά της.
«Στο δημοτικό σχολείο της Βιζώς όπου φοίτησε "μετά πολλών διακοπών", όπως αναφέρει ο ίδιος, κάποιος "σχολαστικός" δάσκαλος κολλά στους μαθητές του αρχαιοελληνικά ονόματα και ταυτόχρονα τους μαθαίνει να λένε τη μηλιά "μηλέα".
"Αλλά έλα τώρα που ήρχισε μια τρομερή διαμάχη μεταξύ της μηλιάς και της μηλέας εντός της κεφαλής μου! Το πράγμα ημπορεί να φαίνεται παράξενον, να φαίνεται αστείον, αλλ` εγώ δεν χωρατεύω".
Ωστόσο το Γιωργί της Μιχαλιέσας μπορεί να μην έγινε Γοργίας, όπως το ήθελε ο δάσκαλος της Βιζώς , έγινε όμως Γεώργιος Μ. Βιζυηνός, όπως το ήθελε η ψυχή του, κι ας απορούσε αργότερα η μάνα του: Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργί, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου. Και τώρα, σαν το γράφουνε μες σταις εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!»
Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, Επιμέλεια Παν. Μουλλάς
Από δέκα χρονών ο Βιζυηνός μετακινείται από τη Βιζώ στην Πόλη, από την Πόλη στην Κύπρο, από την Κύπρο ξανά στην Πόλη και τέλος από την Πόλη στην Αθήνα.
Μικρό μικρό μ` ορφάνεψε η αλύπητή μου μοίρα,μικρό μικρό της ξενητειάς το μονοπάτι πήρα.(Νοσταλγία)Τον Οκτώβριο του 1875 βρίσκεται στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας για να σπουδάσει φιλοσοφία. Από το Γκαίτιγκεν μετακινείται στη Λειψία, στην Αθήνα, στο Παρίσι. Στις αρχές του 1883 βρίσκεται στο Λονδίνο. Εκεί πρέπει να έγραψε το πρώτο του διήγημα,
Το αμάρτημα της μητρός μου, που δημοσιεύεται πρώτα μεταφρασμένο στα γαλλικά στη Nouvelle Revue και μετά στο περιοδικό
Εστία σε δύο συνέχειες, (
10 Απριλίου 1883 και
17 Απριλίου 1883).
Επιστρέφοντας στην Αθήνα με "πλούσιον και βαρύν σάκκον ποιητικόν", είναι πια ο αναγνωρισμένος νεοέλληνας ποιητής και πεζογράφος. Γράφει τη διατριβή του
"Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω" και το 1885 γίνεται υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή. Συγχρόνως, για να εξοικονομεί τα αναγκαία για τη ζωή του, διδάσκει στα γυμνάσια Ψυχολογία, Λογική και Φιλοσοφία, αλλά ξαφνικά απολύεται χωρίς λόγο. "Η Ελλάς δεν ευρίσκει άρτον δια τον Βιζυηνόν, απορρίπτει μετά περιφρονήσεως τας πολυτίμους γνώσεις του".
" Όλοι οι μαθηταί εκκρέμοντο κυριολεκτικώς από τα χείλη του όταν μας παρέδιδε. [...] Ο Βιζυηνός διδάσκων ψυχολογίαν μας μετέφερε σε κόσμους ουρανίους, μας άνοιγε το μυαλό, μας εφώτιζε την σκέψι, μας κεντούσε τη φαντασία, μας ακόνιζε την κρίσι, μας ετόνωνε τον συλλογισμό[...] Είχε το χάρισμα του λόγου. Ήτο μεταδοτικός, ευφράδης, τερπνός, συναρπαστικός. Εσαγήνευε, εγοήτευε, συνεκίνει".
(Μαρτυρία Στέφ. Στεφάνου από το βιβλίο του Βαγγ. Αθανασόπουλου, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού.)
Ο Βιζυηνός όμως, όπως έγραψε ο Παλαμάς, "έμεινε στο μέσο του δρόμου του", πέθανε νέος. Μια αρρώστια, που ήταν μάλλον παλιό κατάλοιπο κάποιας άτυχης ερωτικής επαφής κατά τη διαμονή του στη Γερμανία, αρχίζει να τον βασανίζει. Παρά τη θεραπεία που έκανε πηγαίνοντας στα λουτρά στο Gastein στις Κεντρικές Άλπεις της Αυστρίας, η υγεία του δεν βελτιώθηκε. Βρίσκεται σε μια παραφορά. Μέσα απ` αυτή την παραφορά ξύπνησε και ο έρωτας του για τη νεαρή
Μπετίνα Φραβασίλη. "Μικροσκοπική αλλά γλυκυτάτη" η Μπετίνα, με την αιθέρια ομορφιά, τις ευαισθησίες και την πνευματικότητα που εξέπεμπε, ενέπνευσε τον κορυφαίο ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα. Η ελαιογραφία του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
Ποικίλη Στοά.
Και από τότε που θρηνώ το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φως μου, μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου...(στίχοι φρενοκομείου)
Ο Γ. Βιζυηνός πέθανε στις 15 Απριλίου του 1896, στο Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο όπου έμεινε έγκλειστος τέσσερα χρόνια, "συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως". Η μάνα του, η οποία "έμεινε ορφανεμένη απ` όλα της τα παιδιά", το μόνο που μπορούσε πια να κάνει ήταν να τα θυμάται και να κλαίει. Από το πολύ το κλάμα άρχισε σιγά - σιγά να χάνει το φως της, μέχρι που τυφλώθηκε εντελώς. Έζησε τυφλή δώδεκα χρόνια κοντά στη νύφη της, τη χήρα του μικρότερου γιού της, του Μιχαήλου και πέθανε το 1907, δεκαπέντε χρόνια μετά την παραφροσύνη του Γιωργή της και το θάνατο του Μιχαήλου της.
Βιβλιογραφία:
Γ. M. Βιζυηνός ς, Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Αθήνα 1986.
Αθανασόπουλος, Β., Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού, Αθήνα 1992, Καρδαμίτσα. Το πολύ όμορφο βίντεο είναι δωρεά από τον
Διονύση.